Ο άνθρωπoς με την τροφή έχει μια σχέση εξάρτησης καθότι αποτελεί μια από τις ανάγκες επιβίωσης του. Σίγουρα ο καθένας από μας πρέπει να φάει, το τι όμως επιλέγει να φάει και με ποια κριτήρια το επιλέγει είναι η σημερινή απορία. Βέβαια δεν είναι δεδομένη για όλο το κόσμο η επάρκεια του φαγητού στη καθημερινότητα, αλλά για να έχουμε μια αφετηρία ας πούμε ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα σε ένα ποσοστό.
Δεν θα ξεκινήσω από την αρχαία ελληνική κουζίνα, τη ρωμαϊκή ή την αρχαία περσική, αλλά από τα χρόνια εκείνα, που οι νοικοκυρές ζυμώθηκαν με κοινωνικές αλλαγές της χώρας. Είναι η περίοδος από το 1922, που οι Μικρασιάτες πρόσφυγές κουβαλούν μαζί τους διαφορετικές συνταγές και εδέσματα αλλά και η έκδοση του πρώτου βιβλίου του Τσελεμεντέ το 1926, μέχρι το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου το 1945.
Είναι μια εικοσαετία, που επέφερε πολλές και σημαντικές αλλαγές στην ελληνική κουζίνα και επηρέασε σημαντικά τις σημερινές μας διατροφικές επιλογές. Οι επιρροές και η διαφορετικότητα της Μικρασιάτικης κουζίνας σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές καταβολές, κυρίως της Γαλλικής γαστρονομίας, αλλά και οι δυσκολίες του πολέμου, δημιούργησαν ανά τόπο αλλαγές στην ελληνική κουζίνα.
Επιπλέον, οι διαφορές κλιματικές συνθήκες, που επικρατούν σε κάθε τόπο αυτής της χώρας συνδέθηκαν άρρηκτα με το τι θα φάει ο καθένας, ανάλογα με το μέρος που κατοικεί.
Για να συνδεθούν όλα τα παραπάνω θα δώσω μερικά παραδείγματα. Οι παραδοσιακές πίτες παράγονται κυρίως στην Ήπειρο, αυτό διότι οι κτηνοτρόφοι έπρεπε να βρουν ένα γεύμα θρεπτικό, εύκολό στη κατανάλωση και οικονομικό (αφού διέθεταν το δικό τους τυρί και βούτυρο). Τα γλυκά του κουταλιού είναι μια μικρασιατική τεχνική, η οποία εξαπλώθηκε σε τόπους, που κατοίκησαν οι πρόσφυγές. Τα βραστά χόρτα, που ανήκουν στην αιγαιοπελαγίτικη κουζίνα κυρίως, υπήρξαν το κύριο γεύμα στα χρόνια του πολέμου.
Ένα πολύ χειροπιαστό παράδειγμα είναι το χαρούπι. Οι άνθρωποι το χρησιμοποιήσαν για να επιβιώσουν στη γερμανική κατοχή, λόγω της φυτικής γλυκόζης που περιέχει, και σήμερα είναι ένας καρπός, με σημαντικές θρεπτικές ουσίες, που χρησιμοποιείτε σε πολλά τρόφιμα της βιομηχανίας.
Ποιος μας έμαθε να τρώμε εν τέλει::: Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έπρεπε να βρουν τρόπο να τραφούν, ανεξαρτήτως των συνθηκών που βίωναν ή της οικονομικής τους θέσης. Ή ακόμα καλύτερα όλες εκείνες οι γυναίκες, που έπρεπε να βρουν τρόπο να ταΐσουν τα παιδιά τους, όλες εκείνες οι γυναίκες που δέχτηκαν και εφάρμοσαν νέες συνταγές, όλες εκείνες οι δημιουργικές μαγείρισσες που συνέδεσαν τις παραδοσιακές συνταγές με το δικό τους τρόπο ζωής.
Αυτές οι γυναίκες, που σου φώναζαν όταν ήσουν παιδί, μην φας το ένα ή το άλλο, ή φάε αυτό είναι καλό για την υγεία σου, είναι οι μαμάδες, οι γιαγιάδες, οι θείες, οι γειτόνισσες και όποιες άλλες συνοδεύουν τις παιδικές μας αναμνήσεις.
Οι γυναίκες αυτές μας έμαθαν να τρώνε και εξέλιξαν φυσικά την ελληνική κουζίνα, επηρεαζόμενες από τις συνθήκες που βίωναν σε κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο.
Ό,τι επιλέγεις να τρως, φανερώνει τον πολιτισμό σου.
Μαρία Π. Κλεπετούνα
MBA AGRIBUSINESS